- ανθρωπαίος
- ἀνθρωπαῑος, ο (Μ)αυτός που κατοίκησε μέσα στον άνθρωπο (θεολογικός όρος που χρησιμοποιούν ο Κύριλλος και ο Ι. Δαμασκηνός για να αντικρούσουν τις απόψεις του Νεστόριου).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ՄԱՐԴԱՔԱՂԱՔԱՑԻ — ( ) NBH 2 0222 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἁνθρωποπολίτος, ἁνθρωπαῖος . որ եւ ՄԱՐԴԱՑԻ. Հեգնական ձայնք կիւրղի ընդդէմ նեստորի, որ լոկ բնակիչ առդնէր զաստուած ʼի մարդում, որպէս նազովրեցի ասի վասն բնակելոյն ʼի նազարէթ. ուրեմն՝ ասէ կիւրեղ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)